υποσκαφή

υποσκαφή
η подкоп, подрыв

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υποσκαφή" в других словарях:

  • υποσκαφή — η / ὑποσκαφή, ΝΑ [ὑποσκάπτω] 1. υπόρυξη 2. (κατ επέκτ.) μέρος που έχει υποσκαφθεί …   Dictionary of Greek

  • υποσκαπτικός — ή, ό, Ν [υποσκάπτω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποσκαφή 2. υπονομευτικός …   Dictionary of Greek

  • ὑποσκαφάς — ὑποσκαφά̱ς , ὑποσκαφή undermining fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»